ερυθροδακτυλος

ερυθροδακτυλος
    ἐρυθροδάκτυλος
    ἐρυθρο-δάκτῠλος
    2
    красноперстый
    

(ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερυθροδακτυλος" в других словарях:

  • ερυθροδάκτυλος — ἐρυθροδάκτυλος, ον (Α) αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος] …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθροδάκτυλος — red fingered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»